- ματαιόφωνος
- ματαιόφωνος, -ον (Α)αυτός που μιλάει ανόητα και άσκοπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψηλό-φωνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματαιόφωνον — ματαιόφωνος talking idly masc/fem acc sg ματαιόφωνος talking idly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ματαιοφωνία — ματαιοφωνία, ἡ (ΑM) [ματαιόφωνος] ανόητος και μάταιος λόγος … Dictionary of Greek
ματαιοφωνώ — ματαιοφωνῶ, έω (Μ) [ματαιόφωνος] φωνάζω μάταια … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek